persistent | |
gen. | επίμονη; επίμονο |
environ. chem. | με υψηλή υπολειμματική δράση |
Chats | |
comp., MS | συνομιλίες |
chat | |
commun. IT | διαδικτυακή συζήτηση; διαδικτυακή συνομιλία |
| |||
επίμονη; επίμονο | |||
με υψηλή υπολειμματική δράση | |||
συνεχής (continuus); έμμονος (persistens); επίμονος (persistens); εμμένων |
persistent : 71 phrases in 17 subjects |