persistence | |
commun. | μεταίσθημα; μεταίσθημα ειδώλου |
commun. industr. construct. | μετείκασμα; παραμένουσα λάμψη |
environ. | ανθεκτικότητα; ανθεκτικότητα/εμμονή/επιμονή/μεταίσθημα/διατήρηση; υψηλή υπολειμματική δράση 2. ανθεκτικότητα; μεταίσθημα |
wind direction | |
life.sc. | διεύθυνση του ανέμου |
technique | |
gen. | τεχνική |
| |||
μεταίσθημα n | |||
μετείκασμα n | |||
| |||
μεταίσθημα ειδώλου | |||
παραμένουσα λάμψη | |||
ανθεκτικότητα; ανθεκτικότητα/εμμονή/επιμονή/μεταίσθημα/διατήρηση; υψηλή υπολειμματική δράση 2. ανθεκτικότητα στο περιβάλλον | |||
εμμονή; επιμονή | |||
| |||
μεταίσθημα |
persistence : 12 phrases in 6 subjects |
Electronics | 3 |
Environment | 2 |
Health care | 1 |
Industry | 1 |
Life sciences | 3 |
Medical | 2 |