permanent | |
gen. | μόνιμη; μόνιμο |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
temporary posting | |
gen. | προσωρινά; προσωρινή υπηρεσία |
gov. social.sc. patents. | προσωρινή άσκηση καθηκόντων |
| |||
μόνιμη; μόνιμο | |||
διαρκής; μόνιμος; σταθερός |
permanent : 425 phrases in 48 subjects |