peripheral control | |
IT | περιφερειακός έλεγχος |
Unit | |
med. | μονάδα; τμήμα |
unit | |
comp., MS | μονάδα |
fin. | μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων |
mater.sc. | μονάδα πυρόσβεσης |
med. | μονάδα; οντότητα |
met. | προς κατεργασία κομμάτι |
stat. tech. | στοιχείο |
transp. | συσκευή |
| |||
περιφερειακός έλεγχος |
peripheral control : 3 phrases in 1 subject |
Information technology | 3 |