percentage abbr. | |
gen. | ποσοστό |
environ. chem. | εκατοστιαία σύσταση |
med. | ποσοστό επί τοις εκατό; εκατοστιαία αναλογία |
Overflow abbr. | |
comp., MS | Υπερχείλιση |
overflow abbr. | |
gen. | εκχείλιση |
environ. | στόμιο υπερχείλισης |
industr. construct. | ξεχείλισμα; υπερπλήρωση; υπερχείλιση; ξεχειλίζω |
IT | υπερροή |
med. | αριθμητική υπερχείλιση |
| |||
ποσοστό m | |||
ποσοστό επί τοις εκατό | |||
| |||
εκατοστιαία σύσταση | |||
εκατοστιαία αναλογία | |||
ποσόστωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
pc |
percentage : 160 phrases in 34 subjects |