peel | |
agric. | φλοιός; φλούδα; φλούδι |
peeling | |
industr. construct. met. | απόσπαση άκρου |
med. | απολέπιση; απολέπισις; ξεφλούδισμα; αποφλοίωση |
met. | αποφολίδωση |
algorithm | |
comp., MS | αλγόριθμος |
| |||
απολέπιση f; απολέπισις f | |||
| |||
πέλμα που έχει αφαιρεθεί; πέλμα που έχει κοπεί από το επίσωτρο | |||
| |||
απόσπαση άκρου | |||
ξεφλούδισμα; αποφλοίωση; αποφολίδωσις | |||
αποφολίδωση | |||
αποφλοίωση με κύλιση | |||
| |||
ξεφλουδίζω | |||
φλοιός; φλούδα; φλούδι | |||
αποφλοιώνω | |||
αποφλοιώνω αποφλοίωσα; ξεφλουδίζω ξεφλούδισα | |||
| |||
εκτυλίσσω | |||
English thesaurus | |||
| |||
programmable electronically erasable logic | |||
programmable electrically erasable logic | |||
| |||
Parallel Electron Energy Loss Spectroscopy |
peeling : 60 phrases in 15 subjects |