payment abbr. | |
econ. | πληρωμή |
fin. | πράξεις πληρωμής; διακανονισμός αξίας; εξόφληση; καταβολή |
fin. econ. | πληρωμή των δαπανών |
commitment abbr. | |
comp., MS | δέσμευση |
fin. | υποχρέωση; ανάληψη δαπανών |
insur. commun. food.ind. | ανάληψη υποχρέωσης/ δέσμευση |
law commer. | δεσμεύσεις |
law fin. | δέσμευση |
| |||
πληρωμή | |||
πράξεις πληρωμής; διακανονισμός αξίας; εξόφληση; καταβολή | |||
πληρωμή των δαπανών | |||
| |||
εκτέλεση πληρωμών | |||
English thesaurus | |||
| |||
pymt; paym't (Seregaboss) | |||
paymt (Seregaboss) | |||
paymt; payt | |||
pt | |||
pmt | |||
| |||
pmts (Millie) | |||
| |||
PMNT (Boris54) |
payment : 793 phrases in 37 subjects |