patent | |
gen. | ευρεσιτεχνία/δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
econ. | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
environ. | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law work.fl. | έγγραφο ευρεσιτεχνίας; προδιαγραφή ευρεσιτεχνίας |
med. | ευρεσιτεχνία; πατεντάρω πατεντάρισα; κατοχυρώνω με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας; πατέντα |
| |||
ευρεσιτεχνία/δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | |||
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | |||
έγγραφο ευρεσιτεχνίας; προδιαγραφή ευρεσιτεχνίας | |||
ευρεσιτεχνία f; πατεντάρω πατεντάρισα; κατοχυρώνω με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας; πατέντα f | |||
| |||
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | |||
| |||
πατεντίωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
pats | |||
| |||
pat. | |||
pat | |||
A government grant giving an inventor the exclusive right to make or sell his or her invention for a term of years |
patents : 263 phrases in 26 subjects |