partition | |
gen. | διαχωριστικό πέτασμα; κινητός διαχωριστικός τοίχος |
agric. | διαχωρισμός |
comp., MS | διαμέρισμα |
construct. | πέτασμα; χώρισμα |
IT | διαμέριση |
IT tech. | τμήμα |
mech.eng. | τοίχωμα |
transp. | μπουλμπές |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
system | |
gen. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
comp., MS | σύστημα |
earth.sc. mech.eng. | θερμοδυναμικό σύστημα |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
| |||
διαχωριστικό πέτασμα; κινητός διαχωριστικός τοίχος | |||
διαχωρισμός; διαχωριστικό | |||
κατανέμω | |||
διαμέρισμα (A section of space on a physical disk that functions as if it were a separate disk) | |||
πέτασμα; χώρισμα | |||
διαμέριση; περιοχή | |||
τμήμα | |||
αναγκαστική διανομή; διαμερισμός; κατανομή; τεμαχισμός | |||
τοίχωμα | |||
διαμοιράζω διαμοίρασα; χωρίζω χώρισα; διάφραγμα (septum); ενδιάμεσο χώρισμα (septum); μεμβράνη (septum) | |||
μπουλμπές; διάφραγμα | |||
διαίρεση | |||
| |||
διαμερισμός | |||
επιμερισμός | |||
τμηματοποίηση | |||
εργασίες εσωτερικών χωρισμάτων | |||
διαχωρισμός | |||
χωρισμός | |||
English thesaurus | |||
| |||
ptn | |||
part | |||
prtn |
partitioning : 124 phrases in 26 subjects |