partition abbr. | |
gen. | διαχωριστικό πέτασμα; κινητός διαχωριστικός τοίχος |
agric. | διαχωρισμός |
comp., MS | διαμέρισμα |
construct. | πέτασμα; χώρισμα |
IT tech. | τμήμα |
transp. | μπουλμπές |
partitioned abbr. | |
med. | διαχωρισμένος; με χωρίσματα |
data set abbr. | |
el. | MODEM με τηλέφωνο |
| |||
διαχωριστικό πέτασμα; κινητός διαχωριστικός τοίχος | |||
διαχωρισμός; διαχωριστικό | |||
κατανέμω | |||
διαμέρισμα (A section of space on a physical disk that functions as if it were a separate disk) | |||
πέτασμα; χώρισμα | |||
διαμέριση; περιοχή | |||
τμήμα | |||
αναγκαστική διανομή; διαμερισμός; κατανομή; τεμαχισμός | |||
τοίχωμα | |||
διαμοιράζω διαμοίρασα; χωρίζω χώρισα; διάφραγμα (septum); ενδιάμεσο χώρισμα (septum); μεμβράνη (septum) | |||
μπουλμπές; διάφραγμα | |||
διαίρεση | |||
| |||
διαμερισμός | |||
επιμερισμός | |||
τμηματοποίηση | |||
εργασίες εσωτερικών χωρισμάτων | |||
διαχωρισμός | |||
χωρισμός | |||
| |||
διαχωρισμένος; με χωρίσματα | |||
English thesaurus | |||
| |||
ptn | |||
part | |||
prtn |
partitioned : 136 phrases in 26 subjects |