| |||
διαχωριστικό πέτασμα; κινητός διαχωριστικός τοίχος | |||
διαχωρισμός; διαχωριστικό | |||
κατανέμω | |||
διαμέρισμα (A section of space on a physical disk that functions as if it were a separate disk) | |||
πέτασμα; χώρισμα | |||
διαμέριση; περιοχή | |||
τμήμα | |||
αναγκαστική διανομή; διαμερισμός; κατανομή; τεμαχισμός | |||
τοίχωμα | |||
διαμοιράζω διαμοίρασα; χωρίζω χώρισα; διάφραγμα (septum); ενδιάμεσο χώρισμα (septum); μεμβράνη (septum) | |||
μπουλμπές; διάφραγμα | |||
διαίρεση | |||
| |||
διαμερισμός | |||
επιμερισμός | |||
τμηματοποίηση | |||
εργασίες εσωτερικών χωρισμάτων | |||
διαχωρισμός | |||
χωρισμός | |||
English thesaurus | |||
| |||
ptn | |||
part | |||
prtn |
partition : 122 phrases in 26 subjects |