partial | |
gen. | μερική; μερικό; μερικός |
commun. | μερικό σύνολο |
comp., MS | μέρος γραμμής κώδικα |
page | |
comp., MS | σελίδα |
paging | |
commun. | τηλεειδοποίηση' αναζήτηση |
commun. IT | τηλεειδοποίηση |
render | |
gen. | καθιστώ |
commun. construct. | εξισορροποιητικό επίστρωμα ασβεστοκονιάματος |
comp., MS | αποδίδω |
rendering | |
agric. | τήξη; συμπίεση |
agric. construct. | αξιοποίηση ζωικών υποπροϊόντων |
anim.husb. | αξιοποίηση ζωϊκών υποπροϊόντων |
| |||
μερική; μερικό; μερικός | |||
μερικό σύνολο | |||
μέρος γραμμής κώδικα (A line of code that was partially executed by a test) | |||
ημιτονική συνιστώσα | |||
English thesaurus | |||
| |||
part | |||
part. |
partial : 308 phrases in 43 subjects |