partial | |
gen. | μερική; μερικό; μερικός |
commun. | μερικό σύνολο |
comp., MS | μέρος γραμμής κώδικα |
sequence | |
comp., MS | ακολουθία |
IT tech. | τάξη; σχηματίζω ακολουθία; ταξινομημένη ακολουθία |
life.sc. | αλληλουχία νουκλεοτιδίων |
med. | αλληλουχία; ακολουθία; σειρά; προσδιορίζω αλληλουχία προσδιόρισα |
sequencing | |
chem. | αλυσιδωτή διαδικασία |
| |||
μερική; μερικό; μερικός | |||
μερικό σύνολο | |||
μέρος γραμμής κώδικα (A line of code that was partially executed by a test) | |||
ημιτονική συνιστώσα | |||
English thesaurus | |||
| |||
part | |||
part. |
partial : 308 phrases in 43 subjects |