parison | |
industr. construct. chem. | φυσητήρας διαμόρφωσης πλαστικών |
control | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
el. | χειρισμός |
life.sc. tech. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
mater.sc. | οδηγώ |
math. | έλεγχος |
tech. construct. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
| |||
φυσητήρας διαμόρφωσης πλαστικών | |||
μασούρι προφόρμας |
parison : 8 phrases in 3 subjects |
Chemistry | 3 |
Industry | 4 |
Materials science | 1 |