parison | |
industr. construct. chem. | φυσητήρας διαμόρφωσης πλαστικών |
check | |
agric. construct. | λεκάνη κατάκλυσης |
fin. | προβαίνω σε ελέγχους |
industr. | ρυθμιστής στάθμης |
industr. construct. | ρωγμή |
industr. construct. met. | διαμάντωμα; καλτσίνα; ράγισμα; ράγισμα άκρου; ρωγμή άκρου; επιφανειακή ρωγμή |
| |||
φυσητήρας διαμόρφωσης πλαστικών | |||
μασούρι προφόρμας |
parison : 8 phrases in 3 subjects |
Chemistry | 3 |
Industry | 4 |
Materials science | 1 |