Parametered | |
gen. | Παραμετρική |
parameter | |
comp., MS | παράμετρος |
environ. | παράμετροι |
fin. transp. environ. | παράμετροι |
IT | τυπική παράμετρος; εικονικό όρισμα; εικονική παράμετρος |
field | |
agric. | χωράφι; αγρός παραγωγής; τμήμα γης; εξοπλισμός που χρησιμοποιείται στους αγρούς |
commun. | πεδίο μορφοτύπου; πλαίσιο |
comp., MS | πεδίο |
IT | ιδιοχαρακτηριστικό |
med. | πεδίο |
| |||
παράμετρος f (In programming, a value that is given to a variable, either at the beginning of an operation or before an expression is evaluated by a program) | |||
παράμετροι f | |||
τυπική παράμετρος; εικονικό όρισμα; εικονική παράμετρος | |||
παράμετρος f | |||
| |||
παράμετροι f | |||
| |||
Παραμετρική | |||
English thesaurus | |||
| |||
prm | |||
parm |
parameter : 256 phrases in 26 subjects |