Parametered abbr. | |
gen. | Παραμετρική |
parameter abbr. | |
comp., MS | παράμετρος |
environ. | παράμετροι |
fin. transp. environ. | παράμετροι |
IT | τυπική παράμετρος; εικονικό όρισμα; εικονική παράμετρος |
block abbr. | |
gen. | δωμάτια που έχουν κρατηθεί για ένα γκρουπ |
construct. | σειρές ομοιόμορφων σπιτιών ενωμένων μεταξύ τους; οικοδομικό τετράγωνο |
fin. lab.law. | δεσμεύω |
industr. construct. met. | μπλόκο σχηματοδότησης; κεφαλή αδαμαντοφόρου κόφτη; κόφτης με διαμάντι ή ροδέλλα; μπλόκ γυαλιού |
stat. | τμήμα |
blocks abbr. | |
gen. | ογκόλιθοι διασκορπισμού ενεργείας |
introduction abbr. | |
commun. | εισαγωγή |
sequence abbr. | |
comp., MS | ακολουθία |
IT tech. | τάξη; σχηματίζω ακολουθία; ταξινομημένη ακολουθία |
life.sc. | αλληλουχία νουκλεοτιδίων |
med. | αλληλουχία; ακολουθία; σειρά; προσδιορίζω αλληλουχία προσδιόρισα |
sequencing abbr. | |
chem. | αλυσιδωτή διαδικασία |
| |||
παράμετρος m (In programming, a value that is given to a variable, either at the beginning of an operation or before an expression is evaluated by a program) | |||
παράμετροι m | |||
τυπική παράμετρος; εικονικό όρισμα; εικονική παράμετρος | |||
παράμετρος m | |||
| |||
παράμετροι m | |||
| |||
Παραμετρική | |||
English thesaurus | |||
| |||
prm | |||
parm |
parameter : 256 phrases in 26 subjects |