palindrome | |
med. | παλίνδρομος; παλίνδρομο |
sequence | |
comp., MS | ακολουθία |
IT tech. | τάξη; σχηματίζω ακολουθία; ταξινομημένη ακολουθία |
life.sc. | αλληλουχία νουκλεοτιδίων |
med. | αλληλουχία; ακολουθία; σειρά; προσδιορίζω αλληλουχία προσδιόρισα |
sequencing | |
chem. | αλυσιδωτή διαδικασία |
| |||
παλίνδρομος; παλίνδρομο m |
palindrome : 2 phrases in 1 subject |
Medical | 2 |