packet switch | |
commun. | πακετομεταγωγέας |
Datum | |
IT | Δεδομένο |
data | |
comp., MS | δεδομένα |
stat. | στοιχεία; δεδομένο |
datum | |
earth.sc. | γεωδαιτικό δεδομένο; γεωδαιτικό σημείο; γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς |
math. | δεδομένα |
tech. construct. | γραμμή βάσεως |
| |||
λειτουργία τρόπου πακέτου; μεταγωγή κατά πακέτα; μεταγωγή πακέτων; μεταφορά με πακέτα | |||
| |||
πακετομεταγωγέας f |
packet-switched : 39 phrases in 3 subjects |
Communications | 23 |
Electronics | 9 |
Information technology | 7 |