packet switch | |
commun. | πακετομεταγωγέας |
| |||
λειτουργία τρόπου πακέτου; μεταγωγή κατά πακέτα; μεταγωγή πακέτων; μεταφορά με πακέτα | |||
| |||
πακετομεταγωγέας m |
packet switched : 39 phrases in 3 subjects |
Communications | 23 |
Electronics | 9 |
Information technology | 7 |