packet switch | |
commun. | πακετομεταγωγέας |
| |||
λειτουργία τρόπου πακέτου; μεταγωγή κατά πακέτα; μεταγωγή πακέτων; μεταφορά με πακέτα | |||
| |||
πακετομεταγωγέας f |
packet switch : 19 phrases in 3 subjects |
Communications | 6 |
Electronics | 9 |
Information technology | 4 |