overload | |
astronaut. transp. | Υπερφόρτιση |
comp., MS | υπερφόρτωση |
construct. | επιφόρτηση |
el. | υπερβολική αύξηση φορτίου; υπερφόρτιση |
med. | υπερφόρτωση; υπερφόρτιση; υπερφορτώνω υπερφόρτωσα; υπερφορτίζω υπερφόρτισα |
transp. | υπερφορτώνω |
bridge | |
gen. | γεφυρώνω |
cultur. | καβαλλάρης; καβαλλέτο |
earth.sc. el. | να βραχυκυκλωθεί |
econ. | γέφυρα |
industr. construct. met. | γεφυρωτό φράγμα |
mech.eng. | πυρίμαχο διαχωριστικό τοιχείο κλιβάνου |
med. | γέφυρα δοντιών |
transp. | κλάδος καταστρώματος |
| |||
Υπερφόρτιση f | |||
υπερφόρτωση f (Declare at least two versions of a method that have the same name but different signatures) | |||
επιφόρτηση f | |||
υπερφόρτωση f; υπερφόρτιση f; υπερφορτώνω υπερφόρτωσα; υπερφορτίζω υπερφόρτισα | |||
| |||
υπερβολική αύξηση φορτίου; υπερφόρτιση f | |||
υπερφορτώνω | |||
| |||
βαθμός συμφόρησης | |||
υπερφόρτισις | |||
υπερφόρτωση | |||
υπερ-φόρτωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
ovld |
overload : 72 phrases in 15 subjects |