overlap | |
med. | αλληλοεπικάλυψη; επικαλύπτω επικάλυψα; αλληλεπικαλύπτω; αλληλεπικάλυψα |
overlapping | |
chem. | ζώνη αλληλοκάλυψης |
commun. coal. | επικάλυψη |
industr. construct. | αλληλοκάλυψη; υπέρθεση |
stat. | σύμπτωση |
| |||
ζώνη αλληλοκάλυψης | |||
επικάλυψη f | |||
αλληλοκάλυψη f; υπέρθεση f | |||
σύμπτωση f | |||
επικάλυψη ενεργειών | |||
| |||
αλληλοεπικάλυψη; επικαλύπτω επικάλυψα; αλληλεπικαλύπτω; αλληλεπικάλυψα |
overlapping : 70 phrases in 20 subjects |