Overflow abbr. | |
comp., MS | Υπερχείλιση |
overflow abbr. | |
gen. | εκχείλιση |
environ. | στόμιο υπερχείλισης |
industr. construct. | ξεχείλισμα; υπερπλήρωση; υπερχείλιση; ξεχειλίζω |
IT | υπερροή |
med. | αριθμητική υπερχείλιση |
turbidity abbr. | |
agric. | θόλωμα |
environ. | θόλωση; θόλωση |
environ. chem. | θολερότητα |
Current abbr. | |
gen. | Ρεύμα |
current abbr. | |
gen. | τρέχον; τρέχουσα |
comp., MS | τρέχων |
| |||
εκχείλιση | |||
εκχυλιστής; υπερχειλιστής m | |||
εκχειλιστής; φράγμα f | |||
στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης υπερπλήρωσης | |||
ξεχείλισμα f; υπερπλήρωση; υπερχείλιση | |||
προεξοχή μετάλλου στην επιφάνεια χυτού αντικειμένου | |||
υπερροή | |||
αριθμητική υπερχείλιση | |||
φρεάτιο εξαερισμού; φρεάτιο υπερχείλισης | |||
| |||
Υπερχείλιση (The accessibility description for the progressive disclosure chevron in a drop-down list) | |||
| |||
ξεχειλίζω; υπερεκχειλίχω | |||
| |||
στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης | |||
English thesaurus | |||
| |||
ovflo |
overflow : 72 phrases in 18 subjects |