|
['əuvə'fləu] 名词 | |
|
一般 |
εκχείλιση f |
信息技术 |
υπερροή |
农业, 建造 |
εκχυλιστής m; υπερχειλιστής |
冶金, 机械工程 |
φρεάτιο εξαερισμού; φρεάτιο υπερχείλισης |
医疗的 |
αριθμητική υπερχείλιση |
建造 |
εκχειλιστής m; φράγμα n |
环境 |
στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης υπερπλήρωσης |
行业, 建造 |
ξεχείλισμα n; υπερπλήρωση f; υπερχείλιση f |
行业, 建造, 冶金 |
προεξοχή μετάλλου στην επιφάνεια χυτού αντικειμένου |
|
|
微软 |
Υπερχείλιση f (The accessibility description for the progressive disclosure chevron in a drop-down list) |
|
|
行业, 建造 |
ξεχειλίζω; υπερεκχειλίχω f |
|
overflow outlet, Any device or structure that conducts excess water or sewage from a conduit or container ['əuvə'fləu] 名词 | |
|
环境 |
στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης |
|
英语 词库 |
|
|
缩写, 聚合物 |
ovflo |