Overflow abbr. | |
comp., MS | Υπερχείλιση |
overflow abbr. | |
gen. | εκχείλιση |
environ. | στόμιο υπερχείλισης |
industr. construct. | ξεχείλισμα; υπερπλήρωση; υπερχείλιση; ξεχειλίζω |
IT | υπερροή |
med. | αριθμητική υπερχείλιση |
Capacity abbr. | |
comp., MS | Δυνατότητα |
capacity abbr. | |
commun. transp. | κυκλοφοριακή ικανότητα |
comp., MS | χωρητικότητα |
forestr. | απόδοση |
IT tech. | χωρητικότητα μνήμης |
mech.eng. | όγκος εμβολισμού κυλίνδρου; κυβισμός κινητήρα; κυλινδρισμός; χωρητικότητα κυλίνδρου |
med. | χωρητικότητα |
| |||
εκχείλιση | |||
εκχυλιστής; υπερχειλιστής m | |||
εκχειλιστής; φράγμα f | |||
στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης υπερπλήρωσης | |||
ξεχείλισμα f; υπερπλήρωση; υπερχείλιση | |||
προεξοχή μετάλλου στην επιφάνεια χυτού αντικειμένου | |||
υπερροή | |||
αριθμητική υπερχείλιση | |||
φρεάτιο εξαερισμού; φρεάτιο υπερχείλισης | |||
| |||
Υπερχείλιση (The accessibility description for the progressive disclosure chevron in a drop-down list) | |||
| |||
ξεχειλίζω; υπερεκχειλίχω | |||
| |||
στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης | |||
English thesaurus | |||
| |||
ovflo |
overflow : 72 phrases in 18 subjects |