overcurrent | |
gen. | υπερένταση |
blocking | |
chem. | φράξιμο |
industr. construct. chem. | Eπένδυση της λεκάνης του κλιβάνου |
industr. construct. met. | αναβρασμός; μπλοκάρισμα; πρόχειρη επισκευή; στερέωση του γυαλιού για επεξεργασία |
met. | κόλλημα; συγκόλληση |
nat.sc. industr. | εμπλοκή |
stat. commun. scient. | συμφόρηση |
device | |
gen. | διάταξη; εξοπλισμός; διαγνωστικό προϊόν' μηχανισμός σήμανσης |
commun. R&D. nucl.phys. | διάταξη' συσκευή |
comp., MS | συσκευή; συσκευή |
| |||
υπερένταση f | |||
υπέρβαση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος |
overcurrent : 17 phrases in 2 subjects |
Earth sciences | 1 |
Electronics | 16 |