outside | |
gen. | έξω; έξω από |
mech.eng. | οπισθία όψις οδόντος |
loop | |
commun. | βρόχος |
comp., MS | βρόχος |
el. | βρόχος σύζευξης; κλειστό κύκλωμα |
industr. construct. | βοστρυχώνω |
IT tech. | δίκτυο βρόχων; δίκτυο δακτυλίων |
med. | βρόγχος; βρόχος |
| |||
οπισθία όψις οδόντος | |||
εκτός; εξωτερικός | |||
| |||
έξ̃ω; έξω από |
outside : 203 phrases in 32 subjects |