outer | |
gen. | εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος |
food.ind. | ομαδική συσκευασία |
space | |
gen. | κτήμα |
commun. | διάστημα μεταλλικό |
comp., MS | χώρος |
environ. | διάστημα; διάστημα |
IT dat.proc. | κενός χαρακτήρας; κενός χώρος |
med. | διάστημα; χώρος |
stat. el. | εργασία-ηρεμία |
| |||
ομαδική συσκευασία | |||
εξωτερικός (externus) | |||
| |||
εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος | |||
English thesaurus | |||
| |||
OTR/otr |
outer : 197 phrases in 37 subjects |