outer | |
gen. | εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος |
food.ind. | ομαδική συσκευασία |
shot | |
gen. | πυροβολισμός; βολή |
chem. | αντικείμενο καλουπωμένο σε πλήρη κύκλο |
coal. | έκρηξη; ανατίναξη |
industr. construct. | ιριδίζουσα ύφανση |
industr. construct. met. | συσσωματώματα γυαλιού σε υαλοβάμβακα |
met. | σκάγια; κόκκος |
met. mech.eng. | έγχυση |
| |||
ομαδική συσκευασία | |||
εξωτερικός (externus) | |||
| |||
εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος | |||
English thesaurus | |||
| |||
OTR/otr |
outer : 197 phrases in 37 subjects |