outer | |
gen. | εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος |
food.ind. | ομαδική συσκευασία |
separator | |
agric. | επιλογέας κόκκων; φυγοκεντρικός διαχωριστής κρέμας; διαχωριστήρας κόκκων |
commun. IT nat.sc. | διαχωριστής |
comp., MS | διαχωριστικό |
earth.sc. mech.eng. | αποχωριστής |
environ. | διαχωριστής |
environ. mech.eng. | διαχωριστήρας |
industr. construct. | χτένι του αργαλειού |
mech.eng. | διαχωριστής υγρασίας |
| |||
ομαδική συσκευασία | |||
εξωτερικός (externus) | |||
| |||
εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος | |||
English thesaurus | |||
| |||
OTR/otr |
outer : 198 phrases in 37 subjects |