outer | |
gen. | εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος |
food.ind. | ομαδική συσκευασία |
seal | |
chem. | κολλώ |
econ. | φώκια |
environ. | στοιχείο στεγανοποίησης; επικάλυψη; στοιχείο στεγανοποίησης/επικάλυψη |
industr. construct. | εμφράσσω τους πόρους; κλείνω τους πόρους |
mater.sc. | σφράγιση; σφράγισμα |
seals | |
nat.res. | πτερυγιόποδα |
| |||
ομαδική συσκευασία | |||
εξωτερικός (externus) | |||
| |||
εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος | |||
English thesaurus | |||
| |||
OTR/otr |
outer : 198 phrases in 37 subjects |