outer | |
gen. | εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος |
food.ind. | ομαδική συσκευασία |
race | |
gen. | ανταγωνίζομαι σε αγώνα δόμου; αγώνας |
econ. mech.eng. | υπερεπιταχύνομαι |
health. anim.husb. food.ind. | διάδρομος; κλειστή διάβαση των ζώων |
life.sc. | οικογένεια |
| |||
ομαδική συσκευασία | |||
εξωτερικός (externus) | |||
| |||
εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος | |||
English thesaurus | |||
| |||
OTR/otr |
outer : 197 phrases in 37 subjects |