outer | |
gen. | εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος |
food.ind. | ομαδική συσκευασία |
plies | |
astronaut. transp. | Στρώματα |
ply | |
industr. construct. | λινό ελαστικών αυτοκινήτων; συστατικό ύφασμα; λινά; αντραντές; στρίψιμο κλωστών |
transp. industr. | ενισχυτικό πλέγμα |
| |||
ομαδική συσκευασία | |||
εξωτερικός (externus) | |||
| |||
εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος | |||
English thesaurus | |||
| |||
OTR/otr |
outer : 197 phrases in 37 subjects |