outer | |
gen. | εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος |
food.ind. | ομαδική συσκευασία |
Packaging | |
environ. | Συσκευασία - απορροφητικά υλικά, υφάσματα σκουπίσματος, υλικά φίλτρων και προστατευτικός ρουχισμός |
packages | |
market. IT | πακέτα λογισμικού |
packaging | |
el. | εγκλεισμός; ενθήκευση; ενθυλάκωση |
environ. | συσκευασίες; συσκευασίες |
food.ind. | δεύτερη συσκευασία |
med. | εγκλωβισμός; συσκευασία |
| |||
ομαδική συσκευασία | |||
εξωτερικός (externus) | |||
| |||
εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος | |||
English thesaurus | |||
| |||
OTR/otr |
outer : 197 phrases in 37 subjects |