outer | |
gen. | εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος |
food.ind. | ομαδική συσκευασία |
nozzle | |
industr. | αυλός |
industr. construct. mech.eng. | ακροστόμιο |
industr. construct. met. | αρχή νήματος |
mech.eng. | διάταξη όδευσης και διανομής ροής; ακροφύσιο; αναβλυστήρας; στόμιο; διαχύτης; εγχυτήρας |
| |||
ομαδική συσκευασία | |||
εξωτερικός (externus) | |||
| |||
εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος | |||
English thesaurus | |||
| |||
OTR/otr |
outer : 198 phrases in 37 subjects |