outer | |
gen. | εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος |
food.ind. | ομαδική συσκευασία |
fork | |
agric. | δίκρανο; νύχι; ακίδα |
industr. construct. met. | πηρούνα; πηρούνα άκρων |
mun.plan. | πηρούνι |
transp. | περόνη; κόμβος μορφής "Υ"; διακλάδωση; μερισμός |
| |||
ομαδική συσκευασία | |||
εξωτερικός (externus) | |||
| |||
εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος | |||
English thesaurus | |||
| |||
OTR/otr |
outer : 198 phrases in 37 subjects |