outer | |
gen. | εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος |
food.ind. | ομαδική συσκευασία |
containment | |
account. el. | περιορισμός |
earth.sc. | εγκλωβισμός του πλάσματος; παγίδευση πλάσματος; περιορισμός του πλάσματος |
el. | στεγανή ζώνη |
environ. | συγκράτηση |
mater.sc. el. | αποθήκη; αποθηκευτικός χώρος |
med. | καραντίνα σε περιφερειακό επίπεδο; λοιμοκάθαρση σε περιφερειακό επίπεδο |
| |||
ομαδική συσκευασία | |||
εξωτερικός (externus) | |||
| |||
εξώτερη; εξώτερο; εξώτερος | |||
English thesaurus | |||
| |||
OTR/otr |
outer : 198 phrases in 37 subjects |