original | |
gen. | πρωτ·ότυπο; αρχική; αρχικός |
statistical data | |
environ. | στατιστικά στοιχεία; στατιστικά δεδομένα; στατιστικά στοιχεία/στατιστικά δεδομένα |
| |||
πρωτ·ότυπο n | |||
αρχέτυπο n; αρχικό n; πρωτότυπο n | |||
| |||
αρχική; αρχικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
ridgy-didge | |||
orig. | |||
| |||
.ori (file name extension) |
original : 173 phrases in 30 subjects |