optoelectronic switch | |
el. | οπτικοηλεκτρονικός μεταγωγέας; μεταγωγέας οπτικοηλεκτρονικής μήτρας; οπτικοηλεκτρονικό σταυροσημείο |
array | |
gen. | παράταξη |
comp., MS | πίνακας |
el. | διάταξη κεραιών; κατευθυντική κεραιοστοιχία; κεραιοστοιχία; στοιχειοκεραία |
IT | μήτρα |
math. | συστοιχία; διατεταγμένης σειράς |
| |||
οπτικοηλεκτρονικός μεταγωγέας; μεταγωγέας οπτικοηλεκτρονικής μήτρας; οπτικοηλεκτρονικό σταυροσημείο |
optoelectronic switching : 8 phrases in 1 subject |
Electronics | 8 |