optical | |
gen. | οπτική; οπτικό; οπτικός |
pattern | |
comp., MS | μοτίβο |
industr. construct. | στάμπα για κοπή; περιτύπωμα; σκάλισμα |
industr. construct. chem. | μάρκα οπίσθιας σφράγισης; σήμα οπίσθιας σφράγισης |
mater.sc. | πρότυπο φύλλο; πρωτότυπο |
| |||
οπτική; οπτικό; οπτικός | |||
οπτικός (opticus) | |||
English thesaurus | |||
| |||
o | |||
optical effect | |||
opt. |
optical : 630 phrases in 25 subjects |