operator abbr. | |
commer. | επιχείρηση |
commer. fin. | επιχειρηματίας |
commun. | τηλεφωνήτρια; τηλεφωνητής; χειρίστρια |
fin. | χρηματιστής; δικαιούχοι και φορείς |
IT tech. | τελεστής |
med. | χειριστής |
transp. avia. | αερομεταφορέας |
code abbr. | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
επιχείρηση | |||
επιχειρηματίας f | |||
τηλεφωνήτρια f; τηλεφωνητής m; χειρίστρια f | |||
τελεστής m (A sign or symbol that specifies the type of calculation to perform within an expression. There are mathematical, comparison, logical, and reference operators) | |||
φορέας λειτουργίας | |||
χρηματιστής; δικαιούχοι και φορείς | |||
τελεστής ή εκτελεστής | |||
υπεύθυνος επιχείρησης | |||
τελεστής m | |||
χειριστής m; γονίδιο χειριστής | |||
αερομεταφορέας f; εκμεταλλευόμενος m; φορέας εκμετάλλευσης; εκμεταλλευόμενος αερομεταφορέας | |||
| |||
μεταποιητές f | |||
| |||
Χειριστές f | |||
English thesaurus | |||
| |||
o | |||
op; oper; opr; or |
operator : 568 phrases in 39 subjects |