operational abbr. | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό; λειτουργικός |
program abbr. | |
comp., MS | πρόγραμμα |
IT tech. | προγραμματίζω |
med. | ρουτίνα; πρόγραμμα |
binary abbr. | |
astronaut. | σύστημα δυαδικού αστέρα |
comp., MS | δυαδικός |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό; λειτουργικός | |||
σε κυκλοφορία; σε λειτουργία; έτοιμος προς κίνηση; έτοιμος προς λειτουργία | |||
English thesaurus | |||
| |||
opl | |||
op; oper; opnl |
operational : 343 phrases in 39 subjects |