opening | |
agric. | διάκενον,ξέφωτο |
coal. | εκσκαφή |
el. | λανθασμένη αποσύνδεση; λανθασμένη απόζευξη |
fish.farm. | είσοδος ιχθυοπαγίδας; στόμιο διχτυού τράτας |
life.sc. | άνοιγμα; πέραμα; πόρος |
mech.eng. | οπή λίπανσης |
in | |
gen. | μέσα; σε |
the | |
gen. | ή |
shell plating | |
transp. nautic. fish.farm. | ελασμάτινο περίβλημα σκάφους; εξωτερικό περίβλημα σκάφους |
| |||
ανοίγω; ανοικτή; ανοικτό; σε ετοιμότητα συναλλαγής | |||
| |||
διάκενον,ξέφωτο; άνοιγμα αύλακος; αρχίζει να οργώνει; ξεκίνημα οργώματος | |||
εκσκαφή | |||
λανθασμένη αποσύνδεση; λανθασμένη απόζευξη | |||
είσοδος ιχθυοπαγίδας; στόμιο διχτυού τράτας | |||
άνοιγμα; πέραμα; πόρος | |||
οπή λίπανσης; θέση λίπανσης | |||
άνοιγμα (orificium, ostium); οπή (orificium, ostium); τρήμα (orificium, ostium); στόμιο (orificium, ostium); όστιο (orificium, ostium) | |||
πέρασμα | |||
English thesaurus | |||
| |||
c.o.b. (Vosoni) | |||
| |||
O |
opening : 359 phrases in 33 subjects |