offset voltage | |
el. | ανάστροφη σύνδεση; τάση αποκλίσεως; κανονική σύνδεση; μονοεπαφιακό τρανζίστορ |
null | |
commun. | μηδενική κατάσταση |
capability | |
gen. | ικανότητα σχεδιασμού |
commun. | δυνατότητα' ικανότητα |
comp., MS | δυνατότητα |
| |||
ανάστροφη σύνδεση; τάση αποκλίσεως; κανονική σύνδεση; μονοεπαφιακό τρανζίστορ |
offset voltage : 6 phrases in 2 subjects |
Earth sciences | 2 |
Electronics | 4 |