official | |
gen. | επίσημος; δημόσιος λειτουργός; δημόσιος υπάλληλος; αξιωματούχος; επίσημη |
gov. | υπάλληλος; κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως του υπαλλήλου |
hobby commun. | επίσημο |
law | υπάλληλoς |
med. | φαρμακευτικός |
codification | |
environ. | κωδικοποίηση |
| |||
επίσημος m; δημόσιος λειτουργός; δημόσιος υπάλληλος | |||
υπάλληλος m; κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως του υπαλλήλου | |||
επίσημο m | |||
υπάλληλoς n | |||
φαρμακευτικός | |||
| |||
δημόσια διοίκηση | |||
| |||
αξιωματούχος; επίσημη | |||
English thesaurus | |||
| |||
of. | |||
offi; offic; offl | |||
off. | |||
ofcl; off; ofl | |||
| |||
Ordinary Folks For Immediate Currency Information And Legislation |
official : 472 phrases in 45 subjects |