object | |
commun. IT | αφηρημένο αντικείμενο |
comp., MS | αντικείμενο |
econ. | σκοποί κατανάλωσης |
fin. commun. IT | αντικείμενο; αντικείμενο ενδιαφέροντος |
IT | γνώση του κόσμου; γεγονός; γνώση πραγματικού κόσμου |
IT dat.proc. | συνάφεια |
lab.law. mech.eng. | προϊόν εργασίας |
update | |
comp., MS | ενημέρωση; ενημερώνω |
construct. | ενημέρωση |
econ. commun. | ενημέρωση' δεδομένα ενημέρωσης |
fin. IT | δεδομένα ενημέρωσης |
updating | |
gen. | χρονική αναπροσαρμογή |
construct. | ενημέρωση |
device | |
gen. | διάταξη; εξοπλισμός; διαγνωστικό προϊόν' μηχανισμός σήμανσης |
commun. R&D. nucl.phys. | διάταξη' συσκευή |
comp., MS | συσκευή; συσκευή |
| |||
αφηρημένο αντικείμενο | |||
αντικείμενο n (In object-oriented programming, an instance of a class. An object comprises data and methods that act on the data, and is treated as a discrete entity) | |||
σκοποί κατανάλωσης | |||
αντικείμενο n; αντικείμενο ενδιαφέροντος | |||
γνώση του κόσμου; γεγονός n; γνώση πραγματικού κόσμου | |||
συνάφεια f | |||
προϊόν εργασίας | |||
| |||
διακοσμητικά δαντέλας | |||
| |||
ενίσταμαι | |||
English thesaurus | |||
| |||
objection; objective | |||
OBJ; OBJT | |||
| |||
to express disapproval or opposition, protest to the court; protest to the court against an act or omission by the opposing party |
object : 2 phrases in 2 subjects |
Microsoft | 1 |
Transport | 1 |