machine tool | |
econ. | εργαλειομηχανή |
IT | Εργαλειομηχανή-εργαλειομηχανές αριθμητικού ελέγχου |
mech.eng. | κλασικό μηχανικό εργαλείο |
met. | μηχανή που εργάζεται δι'αφαιρέσεως μετάλλου |
machine-tool | |
industr. | μηχανή-εργαλείο |
English thesaurus | |||
| |||
NC (Александр Рыжов) |
numerically controlled : 4 phrases in 3 subjects |
Information technology | 2 |
Labor law | 1 |
Mechanic engineering | 1 |