number | |
gen. | αριθμώ |
fin. IT | αριθμός αναφοράς |
med. | αριθμός; νούμερο; ψηφίο |
patents. | ημερομηνία |
numbering | |
commun. | αριθμοδότηση |
commun. IT | αρίθμηση |
indicator | |
gen. | δείκτης; όργανο ένδειξης |
el. | φλας; φωτεινός δείκτης πορείας |
environ. | δείκτης |
mech.eng. | ενδεικτικό |
met. | εντοπιστής πυρήνα |
transp. el. | δείκτης οπτικός; οπτικό σήμα |
| |||
αριθμώ | |||
αριθμός αναφοράς | |||
αριθμός m; νούμερο n; ψηφίο n | |||
ημερομηνία n | |||
| |||
αριθμοδότηση | |||
αρίθμηση | |||
μέτρηση τίτλου | |||
English thesaurus | |||
| |||
n; nbr (Vosoni) | |||
no. | |||
nr | |||
net; saturation | |||
| |||
/ |
number : 1082 phrases in 54 subjects |