nuclear | |
gen. | πυρηνική; πυρηνικό |
segmentation | |
commun. life.sc. | διαίρεσις διατομής μετρήσεως παροχής |
IT | τμηματοποίηση |
med. | κατάτμηση; μερισμός; μεταμερισμός |
| |||
πυρηνική; πυρηνικό | |||
πυρηνικός; πυρηνοειδής | |||
English thesaurus | |||
| |||
ncr; nu; nuc; nucl; nuke |
nuclear : 781 phrases in 38 subjects |